Wednesday, June 19, 2013

Τηλεόραση

ΟΙ φωνές ήταν εκκωφαντικές. Η τυφλή μαγείρισσα έτρεξε τις σκάλες, σκόνταψε πάνω στο καλόγερο που κρατούσε τις ομπρέλες υπομονετικά χρόνια τώρα με ένα περίλυπο ύφος περιμένοντας την σύνταξη του, σκόνταψε στο τραπεζάκι του χολ και σε έναν πίνακα του felix που βρισκόταν ψηλά στον τοίχο. Έφτασε στο σαλόνι από όπου ερχόντουσαν οι φωνές όπου και βρήκε τον κύριο Γαλανό να χτυπά την τηλεόραση με την παντόφλα φωνάζοντας ότι χάλασε, σχεδόν ταυτόχρονα όμως μπήκε στο σαλόνι ο κουφός μπάτλερ με το ατσαλάκωτο κουστούμι και το ασόβαρο χαμόγελο. «Μα τι πάθατε κύριε;» φώναξαν και οι δύο και αμέσως αρπάχτηκαν ποιος ρώτησε πρώτος, μέχρι που τους έκοψε εκνευρισμένα ο κύριος Γαλανός. «Δεν βλέπετε; Δείχνει μαύρο και δεν ακούγεται τίποτα πλέον στην τηλεόραση!».
Δεν ακούω, αλλά αυτό συνέβη και χθες και προχθές και άλλα σαράντα χρόνια είπε ο κουφός μπάτλερ και η τυφλή μαγείρισσα συμφώνησε ότι ούτε και εκείνη βλέπει ή έβλεπε τα τελευταία σαράντα χρόνια και σήκωσαν τους ώμους τους αδιάφορα, περίπου στο ύψος των αυτιών.
«Αυτό το κουτί, μικροί μου ηλίθιοι, και έδειχνε και φώναζε, χρόνια τώρα!» επέμενε ο κύριος Γαλανός.
«Σοβαρά;» είπε η μαγείρισσα προβληματισμένη. Κάτι είχε πάρει το αυτί μου.
«Ναι, έχει δίκιο ο κύριος, κάτι είχα δει να δείχνει, αλλά όχι και ότι φώναζε» είπε ο κουφός μπάτλερ.
Ο κύριος Γαλανός φανερά αναστατωμένος τους διέταξε να φέρουν ένα κατσαβίδι και έπειτα από λίγο ένα πριόνι και ένα σφυρί. Ανάμεσα σε κλοτσιές και μπουνιές, ψέλλιζε κάτι για δημοκρατία, ελευθερία, απολύσεις, ώσπου αποκαμωμένος ξάπλωσε στο χαλί. Οι δύο υπηρέτες βγήκαν αθόρυβα από το δωμάτιο ανταλλάσσοντας θεωρίες και επίθετα ο ένας για τον άλλο, ώσπου στο τέλος συμφώνησαν να ετοιμάσουν πάπια για βραδινό μαζί με πατάτες. Ένα καλό βραδινό καλμάρει τα νεύρα είπε η μαγείρισσα και ο μπάτλερ της ζήτησε να φτιάχνει πιο συχνά, τουλάχιστον πριν την πνίξει· λίγο food therapy θα ήταν χρήσιμο, αν πράγματι ίσχυε ότι η πάπια ηρεμεί.